δεξιός

δεξιός
1188 δεξιός
{прил., 53}
правый, правосторонний; как сущ. десница, т.е. правая рука, правая сторона.
Ссылки: Мф. 5:29, 30, 39; 6:3; 20:21, 23; 22:44; 25:33, 34; 26:64; 27:29, 38; Мк. 10:37, 40; 12:36; 14:62; 15:27; 16:5, 19; Лк. 1:11; 6:6; 20:42; 22:50, 69; 23:33; Ин. 18:10; 21:6; Деян. 2:25, 33, 34; 3:7; 5:31; 7:55, 56; Рим. 8:34; 2Кор. 6:7; Гал. 2:9; Еф. 1:20; Кол. 3:1; Евр. 1:3, 13; 8:1; 10:12; 12:2; 1Пет. 3:22; Откр. 1:16, 17, 20; 2:1; 5:1, 7; 10:2; 13:16. LXX: 3225 (ןימִָי).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δεξιός" в других словарях:

  • δεξιός — on the right hand masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • δέξιος — α, ο ο δεξιός, ο επιδέξιος, ο επιτήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός, ο αναβιβασμός τού τόνου πιθ. από επίδραση τού επιδέξιος) …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό επίρρ. ά 1. ο αντίθετος του αριστερού από πλευρά θέσης: Ακρωτηριάστηκε στο δεξί του χέρι. 2. δεξιόχειρας. 3. ο οπαδός συντηρητικών πολιτικών αρχών και ιδεών: Οι δεξιοί κέρδισαν πολλές νομαρχίες της χώρας στις εκλογές. 4. το θηλ. ως ουσ., η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δέξιος — δέξις reception fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλεται ὸφϑαλμός μευ ό δεξίος. — См. Правый глаз чешется к смеху …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δεξής, -ιά, -ί — δεξιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεξιώτερον — δεξιός on the right hand adverbial comp δεξιός on the right hand masc acc comp sg δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιωτέραις — δεξιός on the right hand fem dat comp pl δεξιωτέρᾱͅς , δεξιός on the right hand fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιωτέρων — δεξιός on the right hand fem gen comp pl δεξιός on the right hand masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιόν — δεξιός on the right hand masc acc sg δεξιός on the right hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»